πειρήσαιτ'

πειρήσαιτ'
πειρήσαιτο , πειράω
attempt
aor opt mid 3rd sg (attic ionic)
πειρήσαιτε , πειράω
attempt
aor opt act 2nd pl (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • AGENOR — I. AGENOR Antenoris fil. Homer. Il. 21. v. 579. Ω῾ς Α᾿ντην´ορος ις̔῾ὸς ἀγαυοῦ δῖος Α᾿γην´ωρ Οὐκ ἔθελεν φδ᾿γειν πρὶν πειρήσαιτ᾿ Α᾿χιλῆος. II. AGENOR Mitylenaeus, de Musicâ scripsit, teste Aristoxenô l. 2. Musices. Incertae aetatis. Vide Voss. de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”